Είναι ευρύτατα γνωστή η προβληματική διαδικασία ανάπτυξης των πόλεων της Ελλάδας και κυρίως των περαστικών περιοχών που περιβάλλουν τους κεντρικούς αστικούς πυρήνες. Περιοχές παράνομης και αυθαίρετης αστικοποίησης, με ανέγερση κατοικιών σε εκτάσεις εκτός σχεδίου, απουσία υποδομών και κοινόχρηστων χώρων εντοπίζονται στις παρυφές κάθε σχεδόν μεγάλης ελληνικής πόλης και ιδιαίτερα στις μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Το πρόβλημα θεωρείται γνωστό και εξίσου γνωστή θεωρείται η ιστορική διαδικασία μέσα από την οποία αυτό προέκυψε. Συνήθως ωστόσο η διαδικασία αυτή συνοψίζεται με αναφορά στη μαζική προσέλευση πολιτικών προσφύγων από τις περιοχές της Μικράς Ασίας, τη μετανάστευση πληθυσμού από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα σε αναζήτηση εργασίας και την παράλληλη ανοχή που έδειξε το κράτος στην ανέγερση αυθαιρέτων λόγω μικροπολιτικών συμφερόντων και αδυναμίας επιβολής του νόμου.
Εδώ προσπαθούμε να εξετάσουμε μία άλλη λιγότερο γνωστή όψη του προβλήματος, η οποία σχετίζεται με τον αγώνα των χαμηλόμισθων κοινωνικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα για την επίλυση των κοινωνικών και οικονομικών αδικιών του συστήματος. Όπως έχει διατυπωθεί στο σημαντικό έργο της Λ. Λεοντίδου ‘Πόλεις της Σιωπής’ μία άλλη ερμηνεία του ζητήματος μπορεί να υπάρξει, αυτή δηλαδή που υποστηρίζει ότι η αυθόρμητη εγκατάσταση πληθυσμού χαμηλών κοινωνικών τάξεων στην περιφέρεια των αστικών περιοχών αποτέλεσε μία έκφραση του αγώνα των λαϊκών στρωμάτων για κοινωνική δικαιοσύνη. Μέσα στις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες εκείνης της περιόδου η επιλογή της παρανομίας μπορεί να θεωρηθεί ως μία έκφραση διεκδίκησης.
Είναι σαφές εξάλλου ότι οι κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου έδειξαν ανοχή, βλέποντας και οι ίδιες την αυθαίρετη δόμηση ως ένα μέσο εκτόνωσης της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης που δημιουργούσε η ανικανότητα της να επιλύσει το στεγαστικό πρόβλημα. Το κράτος προτίμησε τη λύση μίας αυτοοργάνωσης των αυθαίρετων περιοχών, απορρίπτοντας κάθε δική του ευθύνη για την οργάνωση και το σχεδιασμό των περιοχών κατοικίας για τα εργατικά στρώματα. Η κατάκτηση επομένως των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων δεν έλυσε ουσιαστικά το πρόβλημα καθώς λειτούργησε ως γενέτειρα πολλαπλών προβλημάτων τα οποία γίνονται αισθητά ακόμη και σήμερα.
Οι δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης αποτελούν το κατεξοχήν παράδειγμα περιοχών που αναπτύχθηκαν αυθαίρετα δίχως καμία επέμβαση και σχεδιασμό από την πολιτεία, ένα σύστημα περιαστικών αυθαίρετων συνοικισμών που σταδιακά συνενώθηκαν σε ένα πυκνοδομημένο σύνολο. Η ανταπόκριση της πολιτείας στο μακροχρόνιο αίτημα της ένταξης των περιοχών αυτών στο σχέδιο πόλης υπήρξε πολύ καθυστερημένη σε αναντιστοιχία με τις περιοχές του ανατολικού τομέα όπου οι επεκτάσεις του σχεδίου προχώρησαν με γρηγορότερους ρυθμούς. Τα προβλήματα των δυτικών περιοχών εντάθηκαν με τη πλήρη απουσία προδιαγραφών για τη χωροθέτηση της βιοτεχνίας και άλλων χρήσεων γης που είναι ασύμβατες με την κατοικία, την ανεπάρκεια των υποδομών και των δημόσιων χώρων. Η περιβαλλοντική υποβάθμιση, η μόλυνση του αέρα και του εδάφους, η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής υπήρξε αναπόφευκτη. Η πολιτεία έστρεψε την πλάτη στα προβλήματα, αγνόησε επιδεικτικά τις ανάγκες αυτών των περιοχών εντείνοντας μάλιστα την αρνητική κατάσταση με λανθασμένες χωροθετικές επιλογές.
Αυτή είναι επομένως η άλλη όψη του προβλήματος της αυθαίρετης αστικοποίησης: Μία οπτική η οποία προβάλλει τις ευθύνες του κράτους όχι όμως λόγω της ανοχής στην αυθαίρετη δόμηση αλλά λόγω της πλήρους αδυναμίας του να επιλύσει τα στεγαστικά και κοινωνικά προβλήματα. Όχι λόγω της ένταξης αυτών των περιοχών στο σχέδιο πόλης αλλά λόγω της χαρακτηριστικής αδιαφορίας του για την πολεοδομική και οικιστική τους οργάνωση και τον ανασχεδιασμό. Μία οπτική που αντί να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι φταίνε οι πολίτες για την απαράδεκτη κατάσταση αυτών των αστικών περιοχών στέλνει ένα δριμύ κατηγορώ στην πολιτεία για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Οι δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης και οι αντίστοιχες περιοχές άλλων ελληνικών πόλεων αποτελούν πρωτίστως ένα ιστορικό παράδειγμα και ένα πεδίο κοινωνικής πάλης και όχι όπως έχει επικρατήσει να θεωρείται μία ιστορία αυθαιρεσίας και παρανομίας.
Πρέπει να διευκρινίσω ωστόσο ένα κρίσιμο σημείο. Η αυθαίρετη δόμηση μπορεί να ξεκίνησε ως διεκδίκηση από τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις αλλά σταδιακά μετατράπηκε σε γενικό κανόνα για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της γενικής τάσης αποτέλεσε η μαζική ανέγερση αυθαίρετων εξοχικών κατοικιών σε όλες τις περιοχές της χώρας. Σε αυτήν την περίπτωση προφανώς δεν υπήρξε κοινωνική διεκδίκηση αλλά καθαρή κερδοσκοπία που προερχόταν ακόμη και από ομάδες πληθυσμού με υψηλά εισοδήματα. Μέσα στη μαζική λογική της αυθαίρετης δόμησης πολλοί βρήκαν την ευκαιρία να αυξήσουν τα κέρδη τους αδιαφορώντας για τις οποιεσδήποτε μεταγενέστερες συνέπειες.
Συμπερασματικά επομένως διαπιστώνεται η κοινωνική διάσταση του προβλήματος της αυθαίρετης αστικοποίησης των ελληνικών πόλεων. Κοινωνικοπολιτικά είναι επομένως τα αίτια αλλά και η επίλυση των πολυάριθμων προβλημάτων αυτών των περιοχών που παραμένουν έντονα ακόμη και σήμερα. Ο χώρος της πόλης είναι ένα τεράστιο πεδίο κοινωνικής διεκδίκησης και όχι ένα ουδέτερο ζήτημα το οποίο μπορούμε να διαχειριστούμε χωρίς αναφορά στις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις.