Η ελληνική πόλη μπορεί να έχει μία δεύτερη ευκαιρία;
Οι ελληνικές πόλεις αναπτύχθηκαν με αυθαίρετο και απρογραμμάτιστο τρόπο, χωρίς συνολικό σχεδιασμό, έλεγχο και κανόνες.
Το συντριπτικό ποσοστό των σημερινών πυκνοδομημένων αστικών περιοχών προέκυψε μέσα από τη σταδιακή συνένωση πολυάριθμων άναρχα δομημένων οικιστικών ενοτήτων -αυθαίρετων οικισμών χωροθετημένων στις παρυφές των πόλεων- οι οποίοι εντάχθηκαν σταδιακά στο σχέδιο πόλης. Το ζήτημα είναι γνωστό και ακόμη περισσότερο γνωστές είναι οι αρνητικές συνέπειές του: Η ελληνική πόλη εμφανίζει μία εικόνας αταξίας, υποβαθμισμένης αισθητικής και αυθαιρεσίας. Το βλέπουμε παντού γύρω μας, το βιώνουμε καθημερινά στο χώρο που ζούμε και κινούμαστε, αποτελεί μία κοινή διαπίστωση την οποία σε καμιά περίπτωση δε πρέπει να είναι κάποιος μυημένος στα ζητήματα του χώρου και της αρχιτεκτονικής για να αποδεχθεί. Από το επίπεδο του δημόσιου χώρου – όπου αυτός υπάρχει – έως το επίπεδο του οικοδομικού τετραγώνου και των κτισμάτων, η κυρίαρχη εικόνα είναι αυτή.
Εκεί που πρέπει ωστόσο να εστιάσουμε είναι σε αυτό που γίνεται σήμερα, στους πρόσφατους μετασχηματισμούς του δομημένου χώρου τις νέες επεμβάσεις στην πολεοδομική και αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των πόλεων. Υπάρχει μήπως μία αισθητή βελτίωση; Δυστυχώς πρέπει να απαντήσω πως όχι.
Παρά το γεγονός ότι η αυθαίρετη οικοδομική δραστηριότητα έχει πρακτικά εκλείψει, οι επεκτάσεις των πόλεων πραγματοποιούνται μέσα από τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια, τα κτίρια σχεδιάζονται βάση οικοδομικών αδειών μετά από μελέτες μηχανικών και έκδοση αδειων από τις υπηρεσίες της Πολεοδομίας, το πρόβλημα παραμένει: Οι νέες γειτονιές στερούνται στοιχειωδών αρχών σχεδιασμού, η αισθητική των νέων κατασκευών είναι επιεικώς αδιάφορη, δεν υπάρχει ουδεμία ένταξη στο γύρω χώρο, φαντασία και ευαισθησία. Οι ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις πνίγονται στη θάλασσα της μετριότητας, της μονοτονίας και της επανάληψης των ίδιων τυπικών αστικών μορφών που δημιούργησαν την ελληνική πόλη κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ενώ το θεσμικό πλαίσιο σχεδιασμού υφίσταται πλέον σε όλα τα επίπεδα της πόλης, το αποτέλεσμα παραμένει υποβαθμισμένο δίχως σημαντικές ελπίδες βελτίωσης. Αρκεί μία ματιά στο χώρο της Θεσσαλονίκης, από τις πρόσφατες επεκτάσεις του Ευόσμου πάνω στο όριο με την περιφερειακή, στη Νικόπολη και την Ευκαρπία, στη παγερή μετριότητα των μονοκατοικιών που ανεγείρονται μαζικά στην ευρύτερη ανατολική περιοχή. Η ίδια ακριβώς εικόνα, τα ίδια σχεδιαστικά λάθη, η ίδια ουδέτερη ρυμοτομία του ορθογωνικού καννάβου, η ίδια υποβαθμισμένη προσέγγιση των ελευθέρων χώρων που αποτελούν το υπόλλειμα που αφήνουν γύρω τους τα κτίρια.
Που οφείλεται η αναπαραγωγή του ίδιου ατυχούς προτύπου η οποία στερεί από την ελληνική πόλη το δικαίωμα σε μία δεύτερη ευκαιρία;
Θα προσπαθήσω να δώσω μία απάντηση σε αυτό ερώτημα προτείνοντας παράληλα και μία διέξοδο από το πρόβλημα. Κατά τη γνώμη μου το πρόβλημα εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιείται το θεσμικό πλαίσιο για ασκήσει έλεγχο, να προτείνει και να δώσει ουσιαστικές λύσεις και εναλλακτικές.
Είναι σαφές ότι αναφερόμαστε σε μία χώρα όπου ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός κάθε άλλο παρά πραγματοποιείται αποκλειστικά από τους αρχιτέκτονες, όπου το γνήσιο αρχιτεκτονικό έργο αποτελεί πενιχρή μειοψηφία απέναντι στη μαζική παραγωγή των εργολάβων και μηχανικών που αγνοούν ακόμη και τα βασικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Σε μία χώρα όπου το αρχιτεκτονικό έργο θεωρείται πολυτέλεια προορισμένη για ελάχιστες περιπτώσεις μεγάλων εμπορικών κτιρίων και καταστημάτων, πολυτελών εξοχικών και μονοκατοικιών. Σε μία χώρα όπου ο αστικός σχεδιασμός είναι άγνωστος και οι μόνες παράμετροι που εισέρχονται σε μία επέκταση πόλης είναι οι όροι δόμησης, η ρυμοτομία και κάποια βασική ρύθμισαη των χρήσεων γης.
Σε μία τέτοια χώρα ο έλεγχος που ασκείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες και τους φορείς όφειλε να είναι αυστηρότερος, να δρα καθοδηγητικά και δημιουργικά και όχι συμβιβαστικά και αποτρεπτικά. Οι αρμόδιες επιτροπές πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού ελέγχου (ΕΠΑΕ) σήμερα περιορίζονται στο να προωθούν τη λογική του ‘μη χείρον βέλτιστον’ και να υιοθετούν μία λογική ρουτίνας στην αξιολόγηση των αισθητικών και λειτουργικών παραμέτρων των σχεδίων που υποβάλλονται. Αντιθέτως θα έπρεπε να προωθούν την δημιουργική βελτίωση του παραγόμενου έργου, να επεμβαίνουν και να κατευθύνουν βάση ενός σαφούς πλαισίου αρχων. Θα ρωτήσει φυσικά κάποιος ‘ποιων αρχών’. Πως θα προσδιορισθούν αυτές οι αρχές και πως θα αξασφαλισθεί ότι θα δράσουν θετικά και όχι απλώς περιοριστικά; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα επιδέχεται ασφαλώς πολλή συζήτηση. Θα προσπαθήσω ωστόσο να τη σκιαγραφήσω με μία πρόταση: Αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί σε κάθε επίπεδο σχεδιασμού, κάθε γειτονιά, κάθε μικρό και ιδιάιτερο χώρο, ουσιαστική ανάλυση του χαρακτήρα κάθε περιοχής και των αναγκών της με στόχο τη δημιουργία ένος κοινού και δημιουργικού πλαίσιου σχεδιασμού.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να συντονισθεί το ανομοιογενές σύνολο των ιδιωτών σχεδιαστών και κατασκευαστών προς ένα εννιαίο πλαίσιο που δε θα στερείται οράματος και φαντασίας και θα δώσει στην ελληνική πόλη μία δεύτερη ευκαιρία.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
1 comment:
Κύριε Απόστολε, το άρθρο σας το βρήκα εξαιρετικό. Είμαι φοιτήτρια στο τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης. Η διπλωματική έχει τίτλο "Ο Συντελεστής Δόμησης & η αλληλεξάρτησή του με την Αστική Ανάπτυξη" και ομολογώ ότι έχω δυσκολευτεί αρκετά στην ανεύρεση στοιχείων. Αναρωτιέμαι εάν θα μπορούσατε να με βοηθήσετε εσείς, ειλικρινά δεν ξέρω πώς ακριβώς. Πραγματικά θα σας ήμουν υπόχρεη. Με εκτίμηση, Δανάη.
Post a Comment